- κηδεστής
- ο (Α κηδεστής, -οῡ, δωρ. τ. καδεστάς)συγγενής εξ επιγαμίας, εξ αγχιστείας, πλάγιος συγγενής, όχι εξ αίματοςαρχ.(ειδικότερα)1. γαμπρός, σύζυγος τής θυγατέρας ή τής αδελφής («ἐπεθύμησε Διός γενέσθαι κηδεστής» — θέλησε [ο Πάρις] να γίνει γαμπρός τού Διός, Ισοκρ.)2. πεθερός («τῷ δὲ κηδεστής ἐκεῑνος» — εκείνος είναι πεθερός του, Δημοσθ.3. μητριός4. ανδράδελφος ή γυναικάδελφος, κουνιάδος («κηδεστὴς γάρ μοι ἦν Διονυσόδωρος» — γιατί ο Διονυσόδωρος ήταν αδελφός τής γυναίκας μου, Λυσ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κηδεσ- τού κήδος + κατάλ. -τής (πρβλ. ακρηστής, αργεσ-στής)].
Dictionary of Greek. 2013.